Ἀντιφάτου

Ἀντιφάτου
Ἀντιφάτης
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Λαβρέας — (3ος 2ος αι. π.Χ.). Γλύπτης από το Άργος. Συνεργάστηκε με τον συμπατριώτη του Αθηνογένη, γιο του Αριστομένη, κοινές υπογραφές των οποίων ανακαλύφθηκαν σε βάσεις αγαλμάτων στην Επίδαυρο. Ο Λ. φιλοτέχνησε και χάλκινα αγάλματα, όπως εκείνα του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”